Μάχες

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας

Σημείο Εισόδου / Εξόδου
Είσοδος: (38.79682,22.53657)
Έξοδος: (38.21297,23.26748)

Εισαγωγή:

Ο Α´ Μηδικός Πόλεμος είχε μόλις τελειώσει. Οι Πέρσες, αφού υπέταξαν μεγάλο μέρος του Αιγαίου Πελάγους και αφού είχαν τιμωρήσει σκληρά την Ερέτρια για τη βοήθεια που είχε στείλει στους επαναστατημένους Ίωνες, υπέστησαν οδυνηρή ήττα στον Μαραθώνα, από τις συνασπισμένες δυνάμεις Αθηναίων και Πλαταιέων. Το περσικό στράτευμα γύρισε ταπεινωμένο στην Ασία, όμως ο Μεγάλος Βασιλέας Δαρείος, πεθαίνοντας το 486 π.Χ., κληροδότησε στον γιο του Ξέρξη μνησικακία για τους Έλληνες και πάθος για την επέκταση της Περσικής Αυτοκρατορίας προς τη Δύση. Πράγματι, την Άνοιξη του 480, ο Ξέρξης, με μια μυθικού μεγέθους στρατιωτική δύναμη, πέρασε τον Ελλήσποντο και ξεκίνησε να κινείται προς τον Νότο. Ο Β´ Μηδικός Πόλεμος είχε μόλις ξεκινήσει. Η εισβολή προκάλεσε διχογνωμία μεταξύ των Ελλήνων. Άλλοι ήθελαν να αμυνθούν στον Βορρά και άλλοι ήθελαν να διαφυλάξουν την Πελοπόννησο, ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί οι οποίοι τρομοκρατήθηκαν και τάχθηκαν στο πλευρό των Περσών.

1η Στάση:

Θερμοπύλες

Η πρώτη γραμμή άμυνας, στο ύψος της Κοιλάδας των Τεμπών, εγκαταλείφθηκε πολύ σύντομα, γεγονός που εξώθησε τους Θεσσαλούς στο στρατόπεδο των Περσών. Η πρώτη μάχη θα δινόταν, τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ., στη στρατηγική τοποθεσία των Θερμοπυλών, όπου παρατάχθηκαν περίπου 7.000 οπλίτες, υπό τον Βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα, για να αποκόψουν την πρόσβαση των εχθρών προς τον Νότο. Σύμφωνα με τον μεταγενέστερο Πλούταρχο, όταν ο Ξέρξης έστειλε κήρυκες, ζητώντας από τους Έλληνες να καταθέσουν τα όπλα, η απάντηση του Λεωνίδα ήταν «Μολών Λαβέ», δηλαδή «Αν καταφέρεις να έρθεις, παρ’ τα». Ο Πέρσης Βασιλέας εξοργίστηκε και διέταξε την έναρξη της επίθεσης. Οι Έλληνες, παραταγμένοι στα στενά των Θερμοπυλών, εξουδετέρωναν το αριθμητικό πλεονέκτημα των Περσών, οι οποίοι δεν μπορούσαν καν να αναπτύξουν το ιππικό τους. Έτσι, οι δύο πρώτες μέρες της μάχης έληξαν με σημαντικές απώλειες των Περσών. Λύση στο αδιέξοδο των εχθρών, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, έδωσε ο Εφιάλτης, γιος του Ευρυδήμου, ο οποίος αποκάλυψε στον Ξέρξη ένα μονοπάτι για να βγει στα νώτα των Ελλήνων και να τους κυκλώσει. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της νύχτας, επίλεκτα περσικά σώματα διαβήκανε το μονοπάτι, απώθησαν τους Φωκείς, οι οποίοι το φύλαγαν, και έτσι το πρωί βρήκε τις ελληνικές δυνάμεις περικυκλωμένες. Οι περισσότεροι Έλληνες τράπηκαν σε φυγή, ενώ τις Θερμοπύλες έμειναν να υπερασπιστούν 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και 400 Θηβαίοι. Η σύγκρουση ήταν σκληρή και διεξήχθη αρχικά με δόρατα, σε μια προσπάθεια να κρατηθεί ο εχθρός σε απόσταση, όμως σύντομα βγήκαν τα ξίφη και άρχισε η μάχη σώμα με σώμα. Αποκορύφωμα υπήρξε ο θάνατος του Λεωνίδα, τον οποίον ακολούθησε λυσσαλέα εμπλοκή γύρω από το σώμα του νεκρού Βασιλιά. Ο Ηρόδοτος περιγράφει πως οι Έλληνες που έχαναν τα όπλα τους συνέχιζαν να πολεμούν με τα χέρια και τα δόντια. Οι ελληνικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να επικρατήσουν. Οι Πέρσες κατακρεούργησαν όσους συνέχισαν να μάχονται και στιγμάτισαν με πυρωμένο σίδερο όσους παραδόθηκαν. Παρά την ήττα, η μάχη των Θερμοπυλών παραμένει μία από τις σημαντικότερες στιγμές της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας, λόγω του θάρρους και της αυτοθυσίας των Ελλήνων. Το επίγραμμα του ποιητή Σιμωνίδη του Κείου απηχεί την ηθική διάσταση της σύγκρουσης: «Ξένε, ανάγγειλε στους Σπαρτιάτες ότι εδώ είμαστε θαμμένοι, δείχνοντας ευπείθεια στα προστάγματά τους».

2η Στάση:

Αρτεμίσιο

Τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ., παράλληλα με τη Μάχη των Θερμοπυλών, εξελίχθηκε και η Ναυμαχία του Αρτεμισίου. Ο περσικός στόλος, κινούμενος νότια, έπεσε σε καταιγίδα η οποία μαινόταν στο ακρωτήριο της Σηπίας, στη Μαγνησία και αποδυναμώθηκε σημαντικά. Ωστόσο, υπολογίζεται πως, ακόμα και μετά τη θεομηνία, η περσική δύναμη αριθμούσε περισσότερα από 800 πλοία, τα οποία προσάραξαν στην περιοχή του Αρτεμισίου, στη Βόρειο Εύβοια, μια μέρα μετά την έλευση των δυνάμεων της ξηράς στις Θερμοπύλες. Απέναντι στους Πέρσες, οι Έλληνες αντιπαρέταξαν λιγότερες από 300 τριήρεις. Η σύγκρουση ξεκίνησε αμέσως μόλις φάνηκαν τα ελληνικά πλοία, αν και είχε ήδη φτάσει απόγευμα. Οι ελληνικές τριήρεις συνήγαγαν τις πρύμνες στους προς το μέσον και κατάφεραν να απωθήσουν τους εχθρούς, οι οποίοι έχασαν 30 πλοία στην πρώτη αυτή συμπλοκή. Το βράδυ, μια νέα καταιγίδα κατέστρεψε σημαντικό μέρος των 200ων πλοίων τα οποία οι Πέρσες είχαν στείλει να κυκλώσουν την Εύβοια, ώστε να αποτρέψουν μια ελληνική διαφυγή. Κατά τη δεύτερη ημέρα, αφού οι Έλληνες ενημερώθηκαν ότι τα νώτα τους δεν απειλούνταν, χτύπησαν τα εχθρικά πλοία και κατάφεραν να καταστρέψουν μερικά και να αιχμαλωτίσουν μερικά άλλα. Κατά την τρίτη ημέρα, διεξήχθη σκληρή ναυμαχία, καθώς ο περσικός στόλος κινήθηκε με όλη του τη δύναμη εναντίον του ελληνικού, ο οποίος πάσχιζε να διατηρήσει τη θέση του. Το μισό αθηναϊκό ναυτικό υπέστη καταστροφικές ζημιές, όμως, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, οι ελληνικές τριήρεις κατάφεραν να προκαλέσουν εξίσου σημαντικά πλήγματα στα περσικά πλοία και έτσι η μέρα έληξε με τους δύο στόλους ισόπαλους. Το βράδυ, τα νέα για την ηρωική αντίσταση και τη σκληρή ήττα στις Θερμοπύλες έφτασαν στα ελληνικά καράβια, τα οποία, έχοντας υποστεί σοβαρές ζημιές, και καθώς δεν χρειαζόταν πλέον να υπερασπίζονται τη θέση αυτή, κατέφυγαν τάχιστα προς τη Σαλαμίνα.

3η Στάση:

Αθήνα

Μετά την ήττα των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, ολόκληρη η Βοιωτία βρισκόταν στο έλεος των Περσών. Πόλεις που αντιστάθηκαν στην κατάκτηση, όπως οι Θεσπιές και οι Πλαταιές, βίωσαν την οργή των κατακτητών και λεηλατήθηκαν. Σειρά είχε η Αθήνα, η οποία, με υπόδειξη του επικεφαλής των δημοκρατικών, Στρατηγού Θεμιστοκλή, είχε εκκενωθεί. Οι Αθηναίοι, καθώς και πλήθος λαού από άλλες περιοχές της Αττικής επιβιβάστηκαν στα πλοία που γυρνούσαν από το Αρτεμίσιο και κατέφυγαν στη Σαλαμίνα. Τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ., ο Σπαρτιάτης Ναύαρχος Ευρυβιάδης συγκροτούσε αμυντική γραμμή στον Ισθμό της Κορίνθου και κατέστρεφε τον δρόμο από τα Μέγαρα, την ίδια ώρα που οι Πέρσες εισέβαλαν ανενόχλητοι στην έρημη Αθήνα. Οι ελάχιστοι Αθηναίοι που είχαν οχυρωθεί στην Ακρόπολη ηττήθηκαν γρήγορα και ο Ξέρξης διέταξε την πυρπόληση της πόλης. Το Ιερό της Πολιάδος Αθηνάς και ο Εκατόμπεδος Ναός, πρόδρομος του Παρθενώνα, ισοπεδώθηκαν. Οι Πέρσες μετέφεραν στην πρωτεύουσά τους, τα Σούσα, κομψοτεχνήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, όπως το σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων, τα οποία θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους πολλά χρόνια αργότερα, από τον Μεγάλο Αλέξανδρο και τους διαδόχους του. Ο Ξέρξης είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κορμού, όμως βρισκόταν αρκετούς μήνες μακριά από την έδρα του, με μία τεράστια στρατιωτική δύναμη, η οποία δεν θα μπορούσε να συντηρηθεί για πολύ ακόμα. Στόχος του ήταν η άμεση υποταγή του συνόλου των Ελλήνων. Οι Πέρσες δεν μπορούσαν να βασιστούν στην κατάκτηση από στεριάς, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις είχαν καταφύγει στις τριήρεις, έξω από τη Σαλαμίνα. Όλα έδειχναν πως η κατάληξη του πολέμου θα κρινόταν από μία ναυμαχία, η οποία δεν θα αργούσε να γίνει.

4η Στάση:

Σαλαμίνα

Ο Ξέρξης φοβόταν πως οι Αθηναίοι θα γλιστρήσουν και πάλι μέσα από τα χέρια του και βιαζόταν να τους αποτελειώσει. Από την άλλη, όσοι σύμμαχοι είχαν απομείνει συνασπισμένοι βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στα στενά μεταξύ Σαλαμίνας και Αττικής. Ο Θεμιστοκλής αντιλήφθηκε ότι ο Μέγας Βασιλέας των Περσών δρα σπασμωδικά και έσπευσε να το εκμεταλλευτεί. Ο Αθηναίος Στρατηγός επινόησε ένα τέχνασμα και, μέσω αγγελιαφόρων, έπεισε τους Πέρσες ότι οι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι να λιποτακτήσουν και να καταφύγουν στην Κόρινθο. Ο Ξέρξης έπεσε στην παγίδα και διέταξε τον στόλο του να μπει στα στενά, μετατρέποντας την αριθμητική του υπεροχή σε καταλυτικό μειονέκτημα. Ήταν τέλη Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., όταν από 600 έως 800 περσικά πλοία προσέγγισαν την αυγή τις περίπου 300 αθηναϊκές τριήρεις. Οι Έλληνες γνώριζαν άριστα την περιοχή. Ήξεραν να εκμεταλλεύονται τα ρεύματα και τους ανέμους, ενώ τα πλοία τους ήταν σχετικά μικρά και ευκίνητα. Αντιθέτως, τα περσικά πλοία δυσκολεύονταν να κάνουν ελιγμούς, τόσο λόγω του όγκου όσο και λόγω του μεγάλου αριθμού τους. Σύντομα επικράτησε πανδαιμόνιο μεταξύ των Περσών, οι οποίοι άρχισαν να πανικοβάλλονται. Την ευκαιρία άδραξαν οι Έλληνες, οι οποίοι, γνωρίζοντας τι διακυβευόταν, πολέμησαν με απελπισμένο θάρρος, υπό τις ιαχές του πολεμικού παιάνα που είχε συνθέσει ο συμμετέχων στη ναυμαχία, τραγικός ποιητής Αισχύλος: «Εμπρός γιοί των Ελλήνων, ελευθερώστε την πατρίδα σας, ελευθερώστε τα παιδιά, τις γυναίκες, τα ιερά των θεών των πατέρων σας και τους τάφους των προγόνων σας. Στον αγώνα αυτόν πολεμάτε για τα πάντα». Η πρώτη γραμμή των περσικών πλοίων απωθήθηκε βίαια από τις αθηναϊκές τριήρεις και προσέκρουσε πάνω στη δεύτερη γραμμή, η οποία με τη σειρά της έπεσε πάνω στην τρίτη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως η βασίλισσα της Αλικαρνασσού και υποτελής του Ξέρξη Αρτεμισία, στην προσπάθειά της να ξεφύγει με το πλοίο της, αναγκάστηκε να επιτεθεί σε συμμαχικό της περσικό πλοίο και να το βυθίσει. Η ορμή των Ελλήνων ήταν ασυγκράτητη. Δεν δίστασαν, υπό τις εντολές του Στρατηγού Αριστείδη, να χτυπήσουν και να αφανίσουν ακόμα και το επίλεκτο ιππικό των Περσών, το οποίο είχε αποβιβαστεί στο νησάκι της Ψυττάλειας, με σχέδιο να θανατώσει όσους Έλληνες ναυαγούς είχαν την ατυχία να φτάσουν κολυμπώντας ως εκεί. Ο περσικός στόλος προσπάθησε να οπισθοχωρήσει, όμως δέχτηκε τη δριμεία καταδίωξη των αθηναϊκών τριήρων και έπεσε σε ενέδρα των Αιγινητών. Όσοι Πέρσες κατάφεραν να ξεφύγουν κατέφυγαν στο λιμάνι του Φαλήρου, όμως απώλειές τους ήταν δραματικές. Υπολογίζεται πως εκείνη την ημέρα οι Έλληνες έχασαν περίπου 20 τριήρεις και οι Πέρσες περισσότερα από 200-300 πλοία.

5η Στάση:

Θρόνος του Ξέρξη – Όρος Αιγάλεω

Ο Ξέρξης, ο Μέγας Βασιλέας των Περσών, είχε εγκατασταθεί με το επιτελείο του στο Όρος Αιγάλεω, σε σημείο από το οποίο πίστευε πως θα μπορούσε να απολαύσει τον θρίαμβό του, την νίκη του στη Σαλαμίνα και την κυριαρχία του πάνω σε όλους τους Έλληνες. Επιπλέον, από τον θρόνο στον οποίον θα καθόταν και θα επόπτευε τη σύγκρουση, θεωρούσε ότι θα μπορούσε να ξεχωρίσει ποιοι αξιωματικοί του θα διακρίνονταν στη μάχη, ώστε να σημειώσει τα ονόματά τους και να τους τιμήσει, κατά πώς άρμοζε. Σύντομα όμως, οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν. Με την έναρξη της Ναυμαχίας, η πρώτη τρομερή συνειδητοποίηση, τόσο του Ξέρξη όσο και των υπολοίπων παρατηρητών, ήταν πως, λόγω της ακραίας σύγχυσης που επικρατούσε, καθίστατο αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς, στο σημείο της συμπλοκής, ποιος είναι σύμμαχος και ποιος είναι εχθρός. Οι Πέρσες φαίνονταν να πολεμούν πανικόβλητοι, σχεδόν στα τυφλά. Μάλιστα, γνωρίζοντας πως ο Βασιλέας τους βρίσκεται στο ύψωμα και τους παρακολουθεί, προσπαθούσαν να διακριθούν στα μάτια του για τα ανδραγαθήματά τους και έπεφταν στη μάχη με παράφορο πάθος, γεγονός που μόνο ενέτεινε την αταξία. Ο Ξέρξης συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο και, ενώ αρχικά πρότεινε να κατασκευαστούν τάχιστα πλωτές γέφυρες πάνω από τα στενά της Σαλαμίνας, για να επιτεθεί στους Έλληνες, αναγνώρισε πως ο αθηναϊκός στόλος, που πλέον ήλεγχε απόλυτα την περιοχή, δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ο μεγάλος φόβος του Πέρση Βασιλέα, ότι οι Έλληνες πάνω στην ορμή τους θα καταστρέψουν τις γέφυρες του Ελλησπόντου και θα εγκλωβίσουν τους Πέρσες στην Ευρώπη, τον κατέλαβε. Ο Ξέρξης οργάνωσε όσο πιο γρήγορα γινόταν το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματός του και έσπευσε βόρεια, για να περάσει τον Ελλήσποντο και να επιστρέψει ηττημένος στην Ασία.

6η Στάση:

Πλαταιές

Μετά την καταστροφική ήττα στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, το μεγαλύτερο μέρος του περσικού στρατεύματος ακολούθησε τον Ξέρξη στην υποχώρησή του πίσω στην Ασία. Ωστόσο, ο Στρατηγός Μαρδόνιος έμεινε εθελοντικά πίσω και, συγκροτώντας ένα σώμα από επίλεκτους στρατιώτες, επέλεξε να αποσυρθεί στη Βοιωτία και να εγκατασταθεί για να ξεχειμάσει. Ο Χειμώνας θα περάσει με διαπραγματεύσεις. Οι Πέρσες θα επιχειρήσουν να προσεγγίσουν την Αθήνα και θα προτείνουν συμμαχία, η οποία όμως θα απορριφθεί. Μετά από διαβουλεύσεις, τις οποίες εκκίνησαν οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να αναλάβουν δράση κατά των Περσών και συμπαρέσυραν όλους τους Πελοποννησίους συμμάχους τους. Το Καλοκαίρι του 479 π.Χ., Αθήνα, Σπάρτη, Κόρινθος και Μέγαρα συγκρότησαν ένα πανίσχυρο στράτευμα, περίπου 70.000 ανδρών, με επικεφαλής τον Σπαρτιάτη Στρατηγό Παυσανία, το οποίο εξανάγκασε τους Πέρσες να οπισθοχωρήσουν και να κατασκευάσουν ένα πρόχειρο οχυρό στις Πλαταιές. Οι Έλληνες δεν αναπτύχθηκαν στην περιοχή γύρω από το οχυρό, στην οποία θα ήταν ευάλωτοι απέναντι στο περσικό ιππικό, και έτσι 12 ημέρες κύλησαν με μικροσυγκρούσεις και διστακτικές κινήσεις και από τις δύο πλευρές. Οι Πέρσες κατάφεραν να κόψουν τις γραμμές ανεφοδιασμού των Ελλήνων, γεγονός που διέσπασε τις γραμμές τους, όμως δεν τις αποδιοργάνωσε πλήρως. Ωστόσο, ο Μαρδόνιος, πιστεύοντας πως οι Έλληνες βρίσκονται σε υποχώρηση, διέταξε επίθεση. Οι ελληνικές φάλαγγες αναδιοργανώθηκαν τάχιστα. Σπαρτιάτες, Αθηναίοι και Τεγεάτες επέδειξαν θάρρος και πυγμή και κατάφεραν με τον σχηματισμό τους να απωθήσουν το περσικό ιππικό. Σύντομα, οι Έλληνες έτρεψαν τους εχθρούς σε φυγή, κατά την οποία σκοτώθηκε και ο ίδιος ο Μαρδόνιος. Μεγάλο μέρος των Περσών εγκλωβίστηκε μέσα στο οχυρό, όπου και θανατώθηκε. Με τη νίκη στις Πλαταιές, οι ισορροπίες του Πολέμου άλλαξαν. Πλέον, οι ελληνικές δυνάμεις αναζητούσαν τα κατάλοιπα των αντιπάλων τους για να τα εξουδετερώσουν. Ο νέος Βασιλιάς της Σπάρτης Λεωτυχίδας, την ίδια μέρα με τη Μάχη των Πλαταιών, θα συντρίψει τα απομεινάρια του περσικού στόλου στη Μυκάλη, ενώ λίγον καιρό αργότερα, οι Αθηναίοι, με επικεφαλής τον Στρατηγό Ξάνθιππο, θα εκστρατεύσουν στη Χερσόνησο της Θράκης, θα πολιορκήσουν και θα καταλάβουν τη Σηστό.

Για τον Ηρόδοτο, η «μήτις», η σοφία, νόηση και πολυπραγμοσύνη των Ελλήνων είχε επικρατήσει της «ύβρεως», της ανίερης υπέρβασης του μέτρου των Περσών και πλέον σήμαινε την έναρξη μίας νέας φάσης των Ελληνο-Περσικών Πολέμων: την Ελληνική Αντεπίθεση.

Πληροφορίες

Αξιοθέατα της διαδρομής